Μέρες τώρα στον απέναντι λόφον δεν κινούταν ούτε σκιά. «Τι στον διάβολον. Δεν μπορεί. Εκεί είναι τα σκυλιά». Μα πάλι γιατί δεν κινόντουσαν; Ο ανθυπίλαρχος είχε διατάξει μέρες τώρα σιωπή, μα και επαγρύπνιση. Ναι! Το θυμόταν πολύ καλά. Αυτή ήταν η λέξη που είχε εκφωνήσει το πρωί στην αναφορά… «επαγρύπνισις κύριοι» … «κύριοι αι ημέραι αίτινες διανύομεν απαιτούσι εξ υμών απάντων, πλήρην αυτοπειθαρχίαν, πλήρην σιωπήν και επαγρύπνισιν. Επαγρύπνησις κύριοι…». Στο θαμπό μυαλό του ήρθε σαν σύννεφο εκείνος εκεί ο λόγος.
«…Αι ημέτεραι δυνάμεις, καθώς και το γενικόν ημών επιτελείον στρατού το εν Σμύρνη, εστί πεπεισμένον, ότι εντός ολίγων ημερών εναπόκειται κραταιά αντεπίθεσις του εχθρού, ήν επιβάλλεται, προς σωτηρίαν του έθνους και της Αυτού αοιδίμου εξοχώτητος της Ελλάδος, ημείς να αντιμετωπίσωμεν σθεναρώς, καταβάλοντες πάσαν δύναμιν, όπως αντισταθώμεν και κρατήσωμεν τα εδάφη, ά μεθ’ ημών των ιδίων θυσιών, εκερδίσαμεν υπο της κατοχής μας.»
Θυμήθηκε και τον στρατιώτην Βαγγέλη Μαχαίραν, ο οποίος βρισκόταν στα δεξιά του στην γραμμήν και τον είχε ρωτήσει ψυθιριστά:
«Λοχία, για πές! Τι λέει αυτός ο κοπρίτης;»
Τότε του είχε απαντήσει αυστηρά, τώρα δεν θυμάται το γιατί είχε πειραχτεί τόσο πολύ:
«Οπλίτη σιωπή. Να σέβεσαι τους ανωτέρους σου»
Μα η απάντηση εκείνου, αν και μουρμουριστή, είχε παραμείνει μετα από τόσες μέρες στ’ αυτιά του και πολλές φορές τυμπάνιζε σαν ηχώ, ιδίως όταν οι αναμνήσεις από παλιά του στριφογυρνάγαν στο μυαλό, μαζί κι αυτή, άσχετο πώς, δίχως κανένα συνδετικό νόημα
«Αει να χαθής και σύ. Βασιλικός δεν είσαι;»
«Βασιλικός»!!! Τι θα πή; Μήπως, όταν στα πράγματα ήταν ο Βενιζέλος, εκείνος δεν υπηρέτησε με τόσην προθυμίαν τον ελληνικό στρατό; Όταν αποβιβάστηκε αυτός στο λιμάνι της Σμύρνης, δεν έτρεξε μεμιάς στο Φρουραρχείο να καταταγή, και ας του φώναζε η γυναίκα από πίσω, που την αφήνει με τα μωρά; Όταν ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος διέταζεν το σύνταγμά του να μεταβή στο Αιδίνι για να φυλάσση και να κάνη την περιφρούρηση της συνοριακής γραμμής της περιφέρειας Σμύρνης, δεν έδειξε ανείπωτο ζήλο, αυτός ο ίδιος και η διμοιρία του;
Τέτοιου είδους εκφράσεις ακούγονταν στο στρατόπεδο, το παρακείμενο στο Εσκί Σεχίρ πολλές. Σ’ όλο το Γ’ Σύνταγμα των ευζώνων, πάρα πολλές, κάτι που έβαζε τον σμυρναίο έφεδρο λοχία Ευγένη Ζωλόγλου σε σκέψεις. Αυτός ο Ευγένιος ήταν σπουδαγμένος. Απόφοιτος του πανεπιστημίου της Αθήνας! Και χάριν αυτού διακατεχόταν από κάτι ανησυχίες και έννοιες που οι υπόλοιποι ούτε καν υποψιάζονταν να τις φέρουν στο νού τους. Γνώριζε ο λοχίας Ζωλόγλου, ότι αυτού του είδους οι διχαστικές κινήσεις στην πλευρά των Ελλήνων ήταν ένα επικίνδυνο και θανάσιμο όπλο, το οποίο θα ήταν και θεάρεστο για τον Τούρκο, ο οποίος αν αντιλαμβανόταν το μέγεθος της εσωτερικής έχθρας των Ελλήνων, κατά την γνώμην του, ήδη θα είχε επιχειρήσει αυτήν την κραταιάν αντεπίθεση που λέγανε.
Και δεν ήταν κινδυνολογίες. Όποιος είχε μάτια αντιλαμβανόταν το μαύρο πέπλο του ολέθρου να προσεγγίζη τον ελληνικό στρατό. Οι στρατιώτες μόλις και μετα βίας υπάκουαν στις εντολές. Και πιο πολύ εκείνων που τους θεωρούσαν βασιλικούς. Ασχολούντουσαν με το να παίζουν χαρτιά, να πίνουν ή το πολύ πολύ με τον ρουχισμό τους. Τους είχε φάει και η ψείρα. Οι αξιωματικοί κολακευόντουσαν να δείχνουν την ανωτερότητά τους μιλόντας στην καθαρεύουσα, σαν λόγιοι της πρωτεύουσας ή να πίνουν κονιάκ στην σκηνή τους. Βέβαια έτσι είχαν μάθει απ την σχολή. Υπήρχαν όμως και λίγοι μπολσεβίκοι που διέδιδαν ότι οι σύντροφοι Ρώσοι βοηθούν τον Τούρκο και άρα όλα είναι μάταια ή ότι εδώ θα πεθάνουν, φαντάροι, που δεν θα ξαναδούν τα σπίτια τους ποτέ. Πόσες φορές δεν είδε με τα μάτια του επεισόδια στον ίδιο του τον λόχο και στο τέλος να συλλαμβάνονται εύζωνοι με την κατηγορίαν της διακινήσεως σοσιαλιστικού υλικού στους στρατευσίμους ή ότι ετοίμαζαν ανταρσίαν.
Όλα αυτά ανησυχούσαν πάρα πολύ τον λοχίαν Ζωλόγλου, ο οποίος ως εξ απήνης και δίχως να το επιθυμήση, είχε κυριευθεί απ’ έναν πατριωτικό ζήλο στο σπίτι του στην Σμύρνη και το εγκατέλειψε μιαν ωραίαν πρωίαν μαζί με γυναίκα και παιδιά για να μεταδώση μέσω του στρατού την κλασσική παιδεία που είχε λάβει στην μητέρα πατρίδα. Πόσο απερίσκεπτα είχε φερθεί! Ο πόλεμος είναι πάντα πόλεμος. Δεν είναι δυνατόν να πολεμάς και να διδάσκης. Ήθος!!! Χα χα! Τί απερισκεψία! Παρ’ όλα αυτά όμως ο Ευγένης συνέδραμε πάντα κάθε οπλίτη του με επεξηγήσεις, νουθεσίες και ιστορικές συζητήσεις. Κάθε μέρα που περνούσε νουθετούσε όσους είχε στις διαταγές του και συνεχώς τους εξηγούσε τα δίκαια του γένους, της φυλής και ότι εκείνα τα μέρη για τα οποία πολεμούσαν ήταν δικά τους ανέκαθεν. Τι για αρχαίο αποικισμό τους είχε πεί, τι για βυζάντιο! Τα πάντα. Και πράγματι, η λάμψη στα μάτια των στρατιωτών, μια λάμψη υπερηφάνιας και συνάμα μίσους για τον αλλόφυλλο καταπατητή, κάθε φορά που τους μιλούσε, ήταν για αυτόν η αμοιβή του, το αντίκρυσμα του κόπου του.
Και για όλα αυτά να χαρακτηρίζεται «βασιλικός»; Δεν βαριέσαι. Αν ήθελε το έθνος να αυτοκαταστραφή, δεν θα είχε αυτός το κρίμα. Εξάλλου κουράστηκε. Το μέτωπο, η απραξία και η συνεχόμενη ετοιμότητα τον είχαν τσακίσει. Μέρα με τη μέρα ένοιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Όλο και περισσότερο σκεπτόταν και χανόταν βυθισμένος σε ονειροπολήσεις παρά μιλούσε. Στο τέλος συλλάμβανε τον εαυτόν του να είναι σαν χαμένος και να μην μιλάει καθόλου. «Το μέτωπο φταίει» έλεγε μέσα του. Και πραγματικά ίσως αυτό να έφταιγε.
Μα πάλι μπρος τα μάτια του ήρθε ο αντίπερα λόφος. «Τι στο διάβολο κάνουν εκει πέρα οι αντίχριστοί;» μονολόγησε. «Γιατί δεν μας αφήνουν οι δικοί μας να επιτεθούμε να τελειώνουμε με δαύτους; Όπως τότε που βαδίσαμε μέσα στον Σαγγάριο! Τι έγινε που δεν μπορέσαμε τότε; Ο πόλεμος δεν έχει πάντα νίκες. Αρκεί μια καλύτερη ετοιμασία, μια οργάνωση. Διάβολε. Υπάρχουν ακόμα αλύτρωτοι αδερφοί. Ο βασιλεύς; Εκείνος γιατί περιμένει; Μια νέα προέλαση κι αμέσως ο στρατός θα ξανάβρισκε την χαμένη του ζωντάνια. Αυτό θα ήταν η αρχή του τέλους. Άντε! Να διώξουμε τους αναθεματισμένους απ’ όλην την Μικρα Ασία και να γυρίσουμε σπίτια μας. Τι τους λιβανίζουμε; Και τότε… αααχ. Τότε οι επόμενες γενιές θα ψέλνουνε τραγούδια για μας τους ήρωες…»
Μια οβίδα απ’ ένα τηλεβόλο των εννέα χιλιοστών, η οποία έσκασε με σιχαμερό σφύριγμα πίσω του, στο χαράκωμα τρία διέκοψε τις σκέψεις του. «Τι;…κερατάδες. Ξυπνύσατε;». Οι συνεχιζόμενες ρίψεις των βλημάτων, περισσότερες του συνήθους έκανε την καρδιά του Ευγένη ν’ ανασκιρτήση απ’ αναπάντεχη ελπίδα. Είχε έρθει η ώρα. Κρίμα μόνο που ο ζήλος του λοχία Ζωλόγλου τον εμπόδιζε να δεί τα πράγματα καθαρά. Όπως φοβόταν, η διχόνοια είχε απλωθεί παντού μαζί με την παραλυσία. Ο ελληνικός στρατός, με τον οποίον οραματιζόταν να καταλάβη όλην την τουρκιά, είχε τόσο πολύ αδυνατίσει, ώστε κάθε αντίσταση κατά του εχθρού ήταν μάταιη.
Και ήρθαν μέρες δίσεκτες, μεσ’ το αίμα…
(συνεχίζεται)