ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
«Μα είναι καιρός οι Αχαιοί
Το δείπνο να ετοιμάσουν,
Όσο που φέγγει, κι έπειτα
Κι αλλιώς θα διασκεδάσουν…
Του τραπεζιού τα δώρα»
(Οδύσσεια)
«Την ώρα εκείνη δίχερο χρυσό, όμορφο ποτήρι, να πάρη ετοιμαζόταν, και να, στο χέρι το’ χε, να πιή κρασί, μήτε έβαζε το θάνατο στο νού του… κι η σαίτα αντίκρυ του πέρασε τη μύτη. Έγειρε δίπλα, του ‘πεσε και το ποτήρι κάτω, κι απ’ τα ρουθούνια ανάβρυσε με μιάς πηχτό το αίμα»(Οδύσσ., χ, 9-18). Ο βασιλιάς που όλοι νομίζανε νεκρό και ρημάξανε το βιός του και το σπιτικό του αντάμα, δίχως να νομίζουνε, ότι ποτέ θε να πληρώσουνε τα κρίματά τους, μόλις είχε επιστρέψει κι άρχιζε η οργή και τιμωρία του.
Τα λόγια του σκληρά και θεία: «Σκυλιά, που στοχαστήκατε πως πίσω στην πατρίδα δεν θα γυρίσω, κι άπονα μου τρώγατε το σπίτι και στανικώς πλαγιάζατε τις δούλες, κι εν ώ ζούσα θέλατε τη γυναίκα μου να κάμετε δική σας, δίχως θεούς, που κατοικούν τα ουράνια να φοβάστε, μήτε πως θα ‘ρθη η εκδίκησι καμιά φορά από κάποιον. Μα να! Τα δίκτυα απλωθήκαν απάνω σας του Χάρου» (Οδύσσ., χ, 36-42).
Οι αθεόφοβοι! Δεν λογάριασαν θεό κανένα. Δεν φθάνει που τρώγανε και πίνανε τα βιός τα ξένα, μα καθημερινά πια ατίμαζαν το σπιτικό του βασιλιά. Βιάζανε όλο το σπίτι, με αποκορύφωμα να επιθυμήσουνε τη γυναίκα του άρχοντά του, να βάλουνε και κεί χέρι. Μα δεν πήγαινε άλλο. Αγγίξανε ό,τι υπήρχε ιερό. Κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα ερχότανε η τιμωρία.
«Έτσι είπε, κι ολωνών εκόπηκαν τα ήπατα απ’ τον τρόμο και ζάρωνε ο καθένας τους για να σωθή από τον Χάρο»(Οδύσσ., χ, 43-44). Και τι θα κάμουν τότε αυτοί οι δειλοί, που περιφρονούσανε τόσο πρόστυχα εκείνον που του ανήκαν όλα, αυτά που εκείνοι με το στανιό βαλθήκανε να φάνε; Θα τα βάλουν μεταξύ των κι ο ένας αφ’ ού ρίξει το βάρος στον άλλο και το φταίξιμο όλο, θα κοιτάξη να σώση άτιμα τη ζωή του, υποσχόμενος μάλιστα να ξεπληρώση και με το παραπάνω τα όσα τόσον καιρόν, χωρίς ντροπή, έκλεβε κι άρπαζε διχως δικαίωμα κανένα.
«Τότε ο Ευρύμαχος το λόγο πήρε κι είπε: σωστά τους τά ‘ψαλες γι’ αυτά που σού ‘χουν κάμει, πλήθος στο σπίτι σου άνομα, πλήθος και στ’ αγαθά σου. Μα να, ο Αντίνος κείτεται νεκρός, ο πρώτος φταίχτης… αυτός έτρεφε άλλα στην καρδιά του, σε καλό δεν βγήκανε, αυτός μες το κοσμακουστό να βασιλέψη Θειάκι και να σκοτώση, σταίνοντας καρτέρι το παιδί σου. Μα τώρα… λυπήσου το λαό σου εσύ κι εμείς στερνά απ’ την χώρα συνάζουμε, όσα πιωθήκαν κι όσα σου φαγωθήκαν όλα» (Οδύσς., χ, 45-57).
Και τι του απαντά, ό ένας και μοναδικός βασιλιάς, ή τι θα ‘πρεπε σε κάθε περίστασι τέτοια ν’ απαντήση; Πως φυσικά η ατίμωσι που υπέστη το σπιτικό του δεν ξεπληρώνονται μ’ όλα τα’ αγαθά του κόσμου. «Ευρύμαχε, κι αν όλα μου τα πατρικά γυρίστε, κί όσα είναι όλο σας το βιός και βάλτε κι άλλα τόσα, μήτε έτσι δεν σταματώ τα χέρια απ’ τη σφαγή σας, πριν ένα κι ένα τ’ άδικα πλερώσουν οι μνηστήρες…». Κι ευθύς, σαν ο άλλος του όρμηξε να τον χτυπήση με μαχαίρι, να γλυτώση, να σωθή, ο βασιλιάς που γύρισε και ζήτησε την εξουσία που του άνηκε στο σπιτικό του, δίχως οίκτο, του ‘ριξε μια σαϊτιά, του τρύπησε το συκώτι κι εκείνος σωριάστηκε τριγύρω στο τραπέζι, εκεί που τρωγόπινε τόσα χρόνια «κι ευθύς τα μάτια του θολό τα σκέπασε σκοτάδι» (Οδύσς., χ, 90).
Ας πίνουνε κι ας τρώνε, ακόμα και τώρα και ας ατιμάζουνε ένα σπιτικό με το στανιό, αυτοί που σφετερίστηκαν την εξουσία και την χώρα. Μα ο βασιλιάς θε να επιστρέψη, μαζί και η θεία τιμωρία. Αυτό είναι πάντοτε το τέλος.