Η Alpha Bank σε έκθεσή της αναφέρει πως καταγγελία του μνημονίου θα σημαίνει την παύση της χρηματοδότησης.
Αναλυτικά γράφει:
«Ήδη, σημειώνονται καθυστερήσεις στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων καθώς, λόγω των αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, έχει ατονήσει ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, ενώ σημαντικές πρωτοβουλίες στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων έχουν παραπεμφθεί για αποφάσεις στην επόμενη κυβέρνηση. Το φαινόμενο αυτό αναμένεται να ενταθεί εάν, μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, προκύψει κυβέρνηση που θα θελήσει να θέσει σε τροχιά αμφισβήτησης την εφαρμογή του Μνημονίου. Η προοπτική αυτή έχει φέρει στο προσκήνιο συζητήσεις για έξοδο της Ελλάδας, όχι μόνο από το eυρώ, αλλά και γενικότερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση», εκτιμά η Alpha Bank.
«Μια καταγγελία του Μνημονίου, στα βασικά του σημεία, ισοδυναμεί με παύση της χρηματοδότησης της χώρας από το πρώτο και το δεύτερο Πακέτο Χρηματοδοτικής Ενίσχυσης και από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), πράγμα που θα οδηγήσει σε αδυναμία του ελληνικού δημοσίου για πληρωμή μισθών και συντάξεων καθώς και για κάλυψη των δαπανών για την Υγεία (ήδη ο ΕΟΠΠΥ και τα νοσοκομεία υποχρηματοδοτούνται διότι δεν έχουν ληφθεί οι δόσεις των δανείων από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ) και την Παιδεία και για άλλες δημόσιες δαπάνες. Η ενδεχόμενη τότε απόφαση για διακοπή της εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών μας από τόκους και από δάνεια έναντι της Ζώνης του Ευρώ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ (που αποτελούν σήμερα τα ? των δανειακών μας υποχρεώσεων και είναι δάνεια που μας διατέθηκαν για να καλύψουν τις δικές μας ανάγκες στο πλαίσιο της κοινοτικής αλληλεγγύης) θα οδηγήσει τη χώρα σε πλήρη απομόνωση και ακόμη πιο οδυνηρές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες», αναφέρεται στο οικονομικό δελτίο.
Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται επίσης στο δελτίο της Alpha Bank «είναι να απορεί κανείς με την αβάστακτη ελαφρότητα με την οποία τα πολιτικά κόμματα αντιμετωπίζουν τα θέματα αυτά, γνωρίζοντας ότι η εκπεφρασμένη βούληση της κοινής γνώμης είναι για τη διατήρηση του ευρώ σε ποσοστό άνω του 80%, και μάλιστα το 65,2% επιθυμεί τη διατήρηση του ευρώ ακόμη και αν αυτό απαιτεί τήρηση του Μνημονίου με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η γενικότερη συμμόρφωση προς το Μνημόνιο δεν θα έπρεπε, λοιπόν, να αμφισβητείται καθώς κάποιου είδους περιορισμένη και στοχευμένη επαναδιαπραγμάτευση είναι σε κάθε περίπτωση και επιθυμητή και εφικτή, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη το κλίμα που έχει διαμορφωθεί μετά τις εκλογές στην Ελλάδα και στην Γαλλία και τις δυσοίωνες προοπτικές στις οικονομίες της Ισπανίας και της Ιταλίας. Παρ΄όλα αυτά η πολιτική αντιπαράθεση διεξάγεται με τρόπο που πλήττει την οικονομική σταθερότητα. Οι πολίτες βομβαρδίζονται καθημερινά με αναλύσεις για την επιστροφή στη δραχμή, που κάποιοι επιδιώκουν και άλλοι αντιμάχονται, με αποτέλεσμα το τραπεζικό σύστημα να υφίσταται τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας. Ουδέποτε στο παρελθόν υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις έχουν τόσο αδιαφορήσει για τις επιπτώσεις στην οικονομία των πολιτικών τους στρατηγικών και επιδιώξεων».
«Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος από το ευρώ δεν προβάλλεται από κανένα κόμμα εξουσίας ως επιθυμητή επιλογή. Διότι κάτι τέτοιο θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την οριστική απώλεια του ισχυρότερου περιουσιακού στοιχείου που έχουν σήμερα στη διάθεσή τους οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι και γενικότερα τα νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος στη χώρα.
Το περιουσιακό αυτό στοιχείο είναι ασφαλώς το ευρώ. Αυτοί θα είναι που με την απώλεια του ευρώ θα δουν τον μισθό τους και ενδεχομένως και τις αποταμιεύσεις τους να εξανεμίζονται χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν. Η απώλεια του ευρώ και η αυτόνομη εγχώρια νομισματική και συναλλαγματική πολιτική θα είναι στην ουσία ο βασικός μηχανισμός που θα χρησιμοποιηθεί από τις κυβερνήσεις που θα την προκαλέσουν για να επιβάλλουν μείωση των πραγματικών μισθών και των συντάξεων στη χώρα.
Η χώρα θα οδηγηθεί, εν συνεχεία, σε οριστική απώλεια του περιβάλλοντος νομισματικής σταθερότητας που είναι απολύτως αναγκαία για την ανάπτυξη κάθε είδους επιχειρηματικής δραστηριότητας σε μικρές χώρες όπως η Ελλάδα, με την εμφάνιση υπερ-πληθωρισμού και ταυτόχρονη ύφεση στην οικονομία. Διότι η καταστροφή της εγχώριας παραγωγικής βάσης που θα προκύψει λόγω της εξόδου από το ευρώ θα είναι πολύ ταχύτερη από την περαιτέρω μείωση της εγχώριας ζήτησης σε πραγματικές τιμές», εκτιμά επίσης η Alpha Bank.